κοτσονάτος

κοτσονάτος
κοτσονάτος, -η, -ο και κοτσανάτος, -η, -ο
αυτός που έχει δυνατά κότσια, γερός, ο γέρος που διατηρεί τις δυνάμεις του: Είναι κοτσονάτος γέρος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κοτσονάτος — η, ο (για ηλικιωμένο) αυτός που διατηρεί ακόμη τις δυνάμεις του, δυνατός, ακμαίος και, κυρίως, αυτός που διατηρεί το σώμα του ευσταλές. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοτσανάτος] …   Dictionary of Greek

  • κοτσανάτος — η, ο [κοτσάνι] κοτσονάτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”